Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
reading readings

reading (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το διάβασμα, η ανάγνωση, η ενέργεια του διαβάζω
    reading glasses - γυαλιά διαβάσματος
    I love reading.
    Αγαπώ το διάβασμα.
    I have no time for reading.
    Δεν έχω καιρό για διάβασμα.
    He was absorbed in reading his newspaper.
    Ήταν απορροφημένος στο διάβασμα της εφημερίδας του.
    In first grade, children learn writing and reading.
    Στην πρώτη δημοτικού τα παιδιά μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση.
  2. (μόνο ενικός) το διάβασμα, μία μόνο ενέργεια του διαβάζω
    the reading of the indictment by the prosecutor - το διάβασμα του κατηγορητηρίου από τον εισαγγελέα
  3. (μη μετρήσιμο) το διάβασμα, βιβλία, άρθρα κτλ. που προορίζονται για ανάγνωση
    reading matter - υλικό για διάβασμα
    a reading list - βιβλίων για διάβασμα
    a book that makes for good/dull reading - βιβλίο που είναι ευχάριστο/πληκτικό στο διάβασμα
  4. η ερμηνεία, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο κατανοώ ένα βιβλίο, μια κατάσταση κτλ.
    the reading of a clause in a contract - η ερμηνεία ενός όρου σε μια σύμβαση
    This allows for many readings.
    Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
     συνώνυμα: interpretation
  5. η ένδειξη σε κάποιο όργανο μέτρησης
    a barometer reading - η ένδειξη του βαρόμετρου
    I am taking the readings.
    Σημειώνω τις ενδείξεις του μετρητή.
  6. η ανάγνωση, ένα από τα στάδια κατά τα οποία ένα νομοσχέδιο πρέπει να συζητηθεί και να γίνει αποδεκτό από το κοινοβούλιο πριν γίνει νόμος
    The bill was rejected at the second reading.
    Το νομοσχέδιο απερρίφθη κατά την δεύτερη ανάγνωση.

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

reading (en)

  Πηγές επεξεργασία