reĝino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reĝino | reĝinoj |
αιτιατική | reĝinon | reĝinojn |
reĝino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reĝino | reĝinoj |
αιτιατική | reĝinon | reĝinojn |
reĝino (eo)