Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
rasage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʁa.zaʒ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
rasage
rasages
rasage
(fr)
αρσενικό
το
ξύρισμα
Συγγενικά
επεξεργασία
ras
-
rase
rasage
rasance
rasant
-
rasante
rasé
-
rasée
raser
(
se raser
)
raseur
-
raseuse
rasoir