raporto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | raporto | raportoj |
αιτιατική | raporton | raportojn |
raporto (eo)
- η αναφορά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | raporto | raportoj |
αιτιατική | raporton | raportojn |
raporto (eo)