raid
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
raid (fr) αρσενικό
- η έφοδος
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/reɪd/
Ουσιαστικό επεξεργασία
raid (en)
Ρήμα επεξεργασία
raid (en)
- επιδράμω, κάνω επιδρομή