rafinejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rafinejo | rafinejoj |
αιτιατική | rafinejon | rafinejojn |
rafinejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rafinejo | rafinejoj |
αιτιατική | rafinejon | rafinejojn |
rafinejo (eo)