radical
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
radical (en)
- ριζοσπάστης
- ριζοσπαστικός, ρηξικέλευθος
- (μαθηματικά) ρίζα
- (χημεία) ρίζα
- (γλωσσολογία) ριζικός χαρακτήρας (μέρος ενός χαρακτήρα σε γλώσσες όπως τα κινέζικα)
Επίθετο επεξεργασία
radical (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | radical | radicaux |
θηλυκό | radicale | radicales |
radical (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
radical (fr)