Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rémission rémissions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rémission (fr) θηλυκό

  1. η άφεση (αμαρτιών)
  2. η αποδρομή (αρρώστιας)