régularisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
régularisation | régularisations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
régularisation (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη régulariser
ενικός | πληθυντικός |
régularisation | régularisations |
régularisation (fr) θηλυκό