réensemencement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
réensemencement | réensemencements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
réensemencement (fr) αρσενικό
- η εκ νέου σπορά
ενικός | πληθυντικός |
réensemencement | réensemencements |
réensemencement (fr) αρσενικό