quintus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- quintus < quinque < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pénkʷe
Επίθετο επεξεργασία
quintus (la)
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | quintus | quinta | quintum | quintī | quintae | quinta |
γενική | quintī | quintae | quintī | quintōrum | quintārum | quintōrum |
δοτική | quintō | quintae | quintō | quintīs | quintīs | quintīs |
αιτιατική | quintum | quintam | quintum | quintōs | quintās | quinta |
κλητική | quinte | quinta | quintum | quintī | quintae | quinta |
αφαιρετική | quintō | quintā | quintō | quintīs | quintīs | quintīs |
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά) |