Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

quatschen (de)

  • (οικείο) φλυαρώ
    hört auf zu quatschen, Kinder; ihr stört uns - πάψτε να φλυαρείτε, παιδιά· μας ενοχλείτε