Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

quarteron < quartier

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
quarteron quarterons

quarteron (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το ένα τέταρτο μιας λίβρας
  2. (μεταφορικά) μια μικρή ποσότητα, μια χούφτα