quantify
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | quantify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quantifies |
αόριστος | quantified |
παθητική μετοχή | quantified |
ενεργητική μετοχή | quantifying |
Ρήμα επεξεργασία
quantify (en)
ενεστώτας | quantify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quantifies |
αόριστος | quantified |
παθητική μετοχή | quantified |
ενεργητική μετοχή | quantifying |
quantify (en)