Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

putrescibilité < putrescible

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
putrescibilité putrescibilités

putrescibilité (fr) θηλυκό