pusillanimité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pusillanimité < δημώδης λατινική pusillanimitas
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pusillanimité | pusillanimités |
pusillanimité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pusillanimité | pusillanimités |
pusillanimité (fr) θηλυκό