pursue
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | pursue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pursues |
αόριστος | pursued |
παθητική μετοχή | pursued |
ενεργητική μετοχή | pursuing |
Ρήμα επεξεργασία
pursue (en)
ενεστώτας | pursue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pursues |
αόριστος | pursued |
παθητική μετοχή | pursued |
ενεργητική μετοχή | pursuing |
pursue (en)