Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

purse (en)

  1. μικρός σάκος για μεταφορά χρημάτων, πουγκί
  2. (ΗΠΑ) τσάντα (γυναικεία)
  3. χρηματικό ποσό για συγκεκριμένο σκοπό