purée
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
purée | purées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
purée (en)
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
purée (fr)
- ο πουρές
Επιφώνημα επεξεργασία
purée (fr)
- εκφράζει έκπληξη