Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

puppeteer < puppet + -eer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
puppeteer puppeteers

puppeteer (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • puppeteer στην αγγλική Βικιπαίδεια