pulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulo | puloj |
αιτιατική | pulon | pulojn |
pulo (eo)
- (εντομολογία) ο ψύλλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulo | puloj |
αιτιατική | pulon | pulojn |
pulo (eo)