Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

public defender (en)

  • ο συνήγορος της υπεράσπισης που δουλεύει στο δημόσιο τομέα και υπερασπίζει κατηγορούμενα άτομα που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για να πληρώσουν ιδιωτικό δικηγόρο