Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

psychosomatic (en)

  • ψυχοσωματικός, που αναφέρεται σε σωματικά συμπτώματα που προκαλούνται από ψυχικές καταστάσεις ή ενέργειες