Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
prunti
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
prunti
<
prunt
+
-i
Ρήμα
επεξεργασία
ρήμα
prunti
χρόνος
μορφή
ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας
pruntas
pruntanta
pruntata
αόριστος
pruntis
pruntinta
pruntita
μέλλοντας
pruntos
pruntonta
pruntota
υποθετική
pruntus
-
-
προστακτική
pruntu
-
-
prunti
(eo)
δανείζω
≈
συνώνυμα
:
pruntedoni
δανείζομαι
≈
συνώνυμα
:
pruntepreni
,
pruntopreni