prototipo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prototipo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prototipo | prototipoj |
αιτιατική | prototipon | prototipojn |
prototipo (eo)
- το πρωτότυπο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prototipo | prototipoj |
αιτιατική | prototipon | prototipojn |
prototipo (eo)