protektorato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- protektorato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protektorato | protektoratoj |
αιτιατική | protektoraton | protektoratojn |
protektorato (eo)
- το προτεκτοράτο