Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
protéique protéiques

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pʁɔ.te.ik/

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

protéique < proté(ine) + -ique

  Επίθετο επεξεργασία

protéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

protéique < Proté(e) (< νεολατινική Proteus < αρχαία ελληνική Πρωτεύς) + -ique

  Επίθετο επεξεργασία

protéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία