protéique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
protéique | protéiques |
Προφορά επεξεργασία
Άλλες γραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- protéique < proté(ine) + -ique
Επίθετο επεξεργασία
protéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- protéique < Proté(e) (< νεολατινική Proteus < αρχαία ελληνική Πρωτεύς) + -ique
Επίθετο επεξεργασία
protéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό