prostitué
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prostitué | prostitués |
θηλυκό | prostituée | prostituées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
prostitué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prostitué | prostitués |
θηλυκό | prostituée | prostituées |
prostitué (fr)