propice
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
propice | propices |
propice (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ευμενής, ευνοϊκός, αίσιος
- propice à: κατάλληλος για
ενικός | πληθυντικός |
propice | propices |
propice (fr) αρσενικό ή θηλυκό