proparoxyton
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɔ.pa.ʁɔ.ksi.tɔ̃/
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
proparoxyton | proparoxytons |
proparoxyton (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) προπαροξύτονος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
proparoxyton | proparoxytons |
proparoxyton (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) η προπαροξύτονη λέξη