propagule
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
propagule (en)
- (βοτανική) υπερώνυμο των: bud (οφθαλμός), gemma (γέμμα, μικρό κλωνοστέλεχος, αποσπώμενος αναπαραγωγικός οφθαλμός), seed (σπόρος), spore (σπόριο)
- συνήθης χρήση, συγκεκριμένα: αποσπώμενη φυτική πολλαπλασιαστική µονάδα (διαφέρει ανά φυτό, δύναται ένα φυτό να έχει πολλούς τύπους κλωνοστοιχείων)
- το κλωνίο (σπανιότερα και κλώνιο), το κλωνοστέλεχος, το κλωνοστοιχείο, η κλωνομονάδα, το μεγαλόγεμμα (στα περισσότερα κείμενα αυτό εννοείται, κλωνογόνο στέλεχος)
- σε μερικά φυτά πέφτει ένα ειδικό όργανο (όχι σπόρος, όμως συνήθως τα φυτά αυτά φυτρώνουν και από σπόρο) το οποίο γεννά νέο φυτό κλώνο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- propagule στην αγγλική Βικιπαίδεια