Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

promulgate (en) (sth)

  1. διακηρύσσω, γνωστοποιώ, κοινοποιώ
  2. διατυμπανίζω, υπερασπίζομαι ανοιχτά ιδέα, διαδίδω ιδέα
  3. δημοσιεύω νόμο, θέτω νόμο σε ισχύ με την κοινοποίησή του

Συνώνυμα επεξεργασία