Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
promise promises

promise (en)

  1. η υπόσχεση
    I am keeping my promise.
    Κρατάω/τηρώ την υπόσχεση μου.
  2. (μη μετρήσιμο) οι δυνατότητες, μια δυνατή ευκαιρία
    Skyros shows great promise for development.
    Η Σκύρος έχει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης.
    professions which offer a lot of promise for development - επαγγέλματα που προσφέρουν πολλές δυνατότητες εξέλιξης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη potential
  3. (πληροφορική, προγραμματισμός) αντικείμενο (object) που αντιπροσωπεύει το τελικό αποτέλεσμα μιας ασύγχρονης λειτουργίας
     συνώνυμα: delay, deferred

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας promise
γ΄ ενικό ενεστώτα promises
αόριστος promised
παθητική μετοχή promised
ενεργητική μετοχή promising

promise (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) υπόσχομαι
    Promise me that you will be careful!
    Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις!
    I cannot promise you anything.
    Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα.
    Since I have promised it to you, I will do it.
    Αφού σου το έχω υποσχεθεί, θα το κάνω.
    I want you to promise it to me./I want you to promise me it.
    Θέλω να μου το υποσχεθείς.

  Πηγές επεξεργασία