projectile
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
projectile (en)
- το βλήμα
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
projectile | projectiles |
projectile (fr) αρσενικό
projectile (en)
ενικός | πληθυντικός |
projectile | projectiles |
projectile (fr) αρσενικό