profit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
profit | profits |
profit (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το κέρδος, τα χρήματα που βγάζω αφού πουλήσω πράγματα, ειδικά αφού πληρώσω το σχετικό κόστος
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) το κέρδος, το όφελος, το πλεονέκτημα που έχω
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | profit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | profits |
αόριστος | profited |
παθητική μετοχή | profited |
ενεργητική μετοχή | profiting |
profit (en)
Πηγές επεξεργασία
- profit (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- profit (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 444, 638. ISBN 9780194325684., λήμμα: κερδίζω, κέρδος, όφελος
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
profit | profits |
profit (fr) αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- tirer profit de quelque chose - ωφελούμαι από κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- profitabilité
- profitable
- profitablement
- profitant - profitante
- profiter
- profiterole
- profiteur - profiteuse
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
profit (ca) αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- bon profit !: καλή όρεξη!