profession
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
profession | professions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
profession (en)
- το επάγγελμα
- ↪ What is his profession?
- Ποιο είναι το επάγγελμά του;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
- ↪ What is his profession?
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
profession | professions |
profession (fr) θηλυκό
- το επάγγελμα