proctor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
proctor | proctors |
Ουσιαστικό επεξεργασία
proctor (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) ο επιτηρητής, ένα άτομο που επιτηρεί τους ανθρώπους ενώ δίνουν εξετάσεις
- ↪ the proctor of the students’ written exams - ο επιτηρητής σε γραπτές εξετάσεις μαθητών
- ≈ συνώνυμα: invigilator (βρετανικά αγγλικά)