proclaim
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | proclaim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proclaims |
αόριστος | proclaimed |
παθητική μετοχή | proclaimed |
ενεργητική μετοχή | proclaiming |
Ρήμα επεξεργασία
proclaim (en)
- αναγορεύω, ανακηρύσσω
- ↪ he was proclaimed king - αναγορεύτηκε βασιλιάς