Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. probe (ουσιαστικό) < λατινική proba < probo < probus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pro-bhwo
  2. probe (ρήμα) < λατινική probo <probus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pro-bhwo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɹəʊb/(uk)
ΔΦΑ : /pɹoʊb/(us)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

probe (en)

  1. καθετήρας
  2. εξεταστήριο όργανο
  3. διερεύνηση, έρευνα, εξερεύνηση, εξονύχιση, αναζήτηση δεδομένων και στοιχείων, (εξ)ερευνητική αποστολή

  Ρήμα επεξεργασία

probe (en)

  1. (ιατρική) καθετηριάζω
  2. ερευνώ
  3. αναδιφώ