probableco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | probableco | probablecoj |
αιτιατική | probablecon | probablecojn |
probableco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | probableco | probablecoj |
αιτιατική | probablecon | probablecojn |
probableco (eo)