pro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
pro (eo)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pro < → λείπει η ετυμολογία
Πρόθεση επεξεργασία
pro (la) (prō)
Εκφράσεις επεξεργασία
- produco copias pro castris : προωθώ τις δυνάμεις μπροστά στα κάστρα
- pro contione : στην εκκλησία
- pro me : υπέρ εμού
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- pro - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
pro (cs)
Αντώνυμα επεξεργασία
- συντάσσεται με αιτιατική (akuzativ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
pro (cs) ουδέτερο
- το υπέρ, το πλεονέκτημα