prismo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prismo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prismo | prismoj |
αιτιατική | prismon | prismojn |
prismo (eo)
- το πρίσμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prismo | prismoj |
αιτιατική | prismon | prismojn |
prismo (eo)