Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

prise en charge → δείτε τις λέξεις prise, en και charge

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
prise en charge prises en charge

prise en charge (fr) θηλυκό