printout
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
printout | printouts |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
printout (en)
- (πληροφορική) το έντυπο, το εκτύπωμα[1], η εκτύπωση από εκτυπωτή
- ↪ political/propaganda/advertising printouts - πολιτικά/προπαγανδιστικά/διαφημιστικά έντυπα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «εκτύπωμα» απόδοση του αγγλικού όρου «printout» από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.