Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

presumptively < presumptive + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

presumptively (en) (χωρίς παραθετικά)

  • κατά τεκμήριο
    A graduate is presumptively educated.
    Ένας πτυχιούχος είναι κατά τεκμήριο μορφωμένος.