Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

presumably (en)

  1. μάλλον, ως αναμένεται
    • 1. προφανώς, 2. πιθανόν, πιθανώς, 3. υποθετικώς, υποθετικά

Συνώνυμα επεξεργασία