Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας preserve
γ΄ ενικό ενεστώτα preserves
αόριστος preserved
παθητική μετοχή preserved
ενεργητική μετοχή preserving

  Ρήμα επεξεργασία

preserve (en)

  1. διατηρώ
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) διασώζω, διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση σε καλή κατάσταση
    Few of his early poems are preserved.
    Λίγα από τα πρώτα του ποιήματα διασώζονται.

  Πηγές επεξεργασία