preno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- preno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | preno | prenoj |
αιτιατική | prenon | prenojn |
preno (eo)
- το πάρσιμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | preno | prenoj |
αιτιατική | prenon | prenojn |
preno (eo)