premilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premilo | premiloj |
αιτιατική | premilon | premilojn |
premilo (eo)
- το πιεστήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premilo | premiloj |
αιτιατική | premilon | premilojn |
premilo (eo)