preheat
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | preheat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | preheats |
αόριστος | preheated |
παθητική μετοχή | preheated |
ενεργητική μετοχή | preheating |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
preheat (en)
- προθερμαίνω
- ↪ a preheated oven - προθερμασμένος φούρνος